- ρεστιονώδη
- τα, Νβοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει 4 οικογένειες αγρωστιδόμορφων φυτών, οι οποίες απαντούν κυρίως στο νότιο ημισφαίριο και, ιδιαίτερα, στη νότια Αφρική και στην Αυστραλία.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρέστιο].
Dictionary of Greek. 2013.